Ἄλεξιν

Ἄλεξιν
Ἄλεξις
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄλεξιν — ἄλεξις warding off pain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλεξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του μάντη Αμφιάραου. Απόγονοί της ήταν οι δαίμονες του Άργους Ελάσιοι, που θεράπευαν την επιληψία. * * * ἄλεξις, η (Α) [ἀλέξω] 1. επικουρία, βοήθεια 2. ως επίθετο τού Ηρακλή («Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν», Αριστείδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”